ἐπιθυμητός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A desired, to be desired, -τὸν τὸ φαινόμενον καλόν Arist.Metaph.1072a27, cf.Rh.1371a33, etc.; of the cravings of pregnant women, Sor.1.53. Adv. -τῶς EM148.7.
German (Pape)
[Seite 943] begehrt, Arist. eth. 3, 10 u. Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιθυμητός, -ή, -όν) επιθυμώ
ποθητός, αγαπητός
μσν.
πρόθυμος.
επίρρ...
ἐπιθυμητῶς (AM)
με τρόπο επιθυμητό.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθῡμητός: желаемый, желательный, желанный (τινι Arst.): τὰ ἐπιθυμητά Arst. предметы желаний, желанное.