ἀπόφευξις
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
or ἀπό-φυξις (cod. Rav. in Ar.V.558,562,645 and Nu.874, cf. D.Chr.1.41), εως, ἡ,
A escaping, means of getting off, ἀ. δίκης acquittal, Ar.Nu.l.c., al., cf. Antipho 5.66.
German (Pape)
[Seite 334] ἡ, das Entfliehen, Ar. Vesp. 558; δίκης, das Losgesprochenwerden vor Gericht, Nubb. 864; Antiph. 5, 66. Vgl. ἀπόφυξις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόφευξις: ἢ ἀπόφυξις (κατὰ τὸ τῆς Ραβ. χειρόγρ. ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 558, 562, 645), εως, ἡ, διαφυγή, ἀποφυγή, μέσα πρὸς ἀποφυγὴν, ἀπόφευξις δίκης ἀθῴωσις Ἀριστοφ. Νεφ. 874, πρβλ. Ἀντιφῶν 137.13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’échapper.
Étymologie: ἀποφεύγω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἀπόφυξις Lys.New Fr.Phot.14, D.Chr.12.76
arte de escapar, escapatoria, huida δίκης Ar.Nu.874, Lys.l.c., cf. Ar.V.558, Antipho 5.66, κακῶν D.Chr.1.41, 12.76, ἀποστασίου Poll.6.179
•medic. salida, expulsión ἐμβρύου Hp.Prorrh.2.22.
Greek Monolingual
ἀπόφευξις, η (Α)
αποφυγή καταδίκης.
Greek Monotonic
ἀπόφευξις: ή ἀπόφυξις, -εως, ἡ, διαφυγή, αποφυγή, μέσα αποφυγής· ἀπόφευξις δίκης, αθώωση, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόφευξις: εως ἡ избавление, избежание, юр. (тж. ἀ. δίκης Arph.) оправдание по суду Plut.
Middle Liddell
ἀποφεύγω
an escaping, means of getting off, ἀπ. δίκης acquittal, Ar.