ἀνθρωποφυής

From LSJ
Revision as of 12:25, 6 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποφῠής Medium diacritics: ἀνθρωποφυής Low diacritics: ανθρωποφυής Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΦΥΗΣ
Transliteration A: anthrōpophyḗs Transliteration B: anthrōpophyēs Transliteration C: anthropofyis Beta Code: a)nqrwpofuh/s

English (LSJ)

ές,

   A of man's nature, οὐκ ἀνθρωποφυέας ἐνόμισαν τοὺς θεούς Hdt.1.131; Κένταυροι D.S.4.69.

German (Pape)

[Seite 235] ές, von menschlicher Natur, menschenähnlich, Her. 1, 131.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποφῠής: -ές, (φυή) ὁ ἀνθρωπίνην ἔχων φύσιν· οὐκ ἀνθρωποφυέας ἐνόμισαν τοὺς θεοὺς Ἡρόδ,. 1. 131· Κένταυροι Διόδ. 4. 69: - παρὰ Διονυσ. Ἀρεοπαγ. (Μυσ. Θεολογ. 3, σ. 735) καὶ ἀνθρωποφυϊκός, ή, όν.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a une nature d’homme.
Étymologie: ἄνθρωπος, φύω.

Spanish (DGE)

-ές
que es como los hombres, antropomorfo θεοί Hdt.1.131, κένταυροι D.S.4.69.

Greek Monolingual

ἀνθρωποφυής (-ές) (Α)
αυτός που έχει ανθρώπινη φύση, που έχει γεννηθεί από ανθρώπους.

Greek Monotonic

ἀνθρωποφῠής: -ές (φυή), αυτός που ανήκει στην ανθρώπινη φύση, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωποφυής: имеющий человеческую природу (θεοί Her.; Κένταυροι Diod.).

Middle Liddell

[φυή]
of man's nature, Hdt.