ἀνατρεπτέον
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
A one must overthrow, refute, Luc.Herm.49, Gal.4.620. 2 one must go back, return, Orib.Fr.142.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατρεπτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀνατρέπω, πρέπει τις νὰ ἀνατρέψῃ, νὰ ἀναιρέσῃ, ἀνατρεπτέον ἐκεῖνα τὰ ἤδη ὡμολογημένα Λουκ. Ἐρμότ. 49.
Spanish (DGE)
1 hay que refutar τὰ ἤδη ὡμολογημένα Luc.Herm.49, cf. Gal.4.620.
2 hay que volver Orib.Ec.146.13.
Greek Monotonic
ἀνατρεπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να ανατρέψει, σε Λουκ.