ψωρικός

From LSJ
Revision as of 14:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωρικός Medium diacritics: ψωρικός Low diacritics: ψωρικός Capitals: ΨΩΡΙΚΟΣ
Transliteration A: psōrikós Transliteration B: psōrikos Transliteration C: psorikos Beta Code: ywriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or belonging to the itch, scab, or mange, ἐξανθήματα Plu.2.671a.    II ψωρικόν, τό (sc. φάρμακον, σμῆγμα), itch-salve, Dsc.5.99, Orib.14.24.5.    2 ψωρικά, τά (sc. νοσήματα), cutaneous complaints, Plu.2.732a.

German (Pape)

[Seite 1406] von der Krätze, Räude, zu derselben gehörig, Plut.; φάρμακον, Mittel gegen die Krätze, auch τὸ ψωρικόν allein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ψωρικός: -ή, -όν, (ψώρα) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ψώραν, ψ. ἐξάνθημα Πλούτ. 2. 671Α. ΙΙ. τὰ ψωρικά· 1) ψωρικὸν (ἐξυπακουομ. τοῦ φάρμακονσμῆγμα) φάρμακον διὰ τὴν ψώραν, ὅπερ συσκευάζεται ἐκ χαλκίτιδος καὶ καδμείας μετὰ ὄξους, Διοσκ. 5. 116, Ὀρειβάσ. 2. σ. 520 Darenb. 2) (ἐξυπακουομέν. τοῦ νοσήματα) δηλ. νοσήματα τοῦ δέρματος Πλούτ. 2. 732Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la gale ou les éruptions galeuses ; τὰ ψωρικά PLUT les affections cutanées.
Étymologie: ψώρα.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψωρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ψώρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψώρα
αρχ.
1. (το ουδ.ως ουσ.) τὸ ψωρικόν
αντιψωρικό φάρμακο
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τά ψωρικά
δερματικές ασθένειες.

Russian (Dvoretsky)

ψωρικός: мед. накожный (ἐξανθήματα Plut.).