κισσοειδής

From LSJ
Revision as of 17:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">(\p{L}+)<\/b>" to "$1")

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοειδής Medium diacritics: κισσοειδής Low diacritics: κισσοειδής Capitals: ΚΙΣΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kissoeidḗs Transliteration B: kissoeidēs Transliteration C: kissoeidis Beta Code: kissoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like ivy, Dsc.2.166, Gal. 4.556: Subst. κ. (sc. γραμμή), ἡ, Math., the cissoid curve, Papp.54.21, Procl.in Euc.p.111 F. Adv. -δῶς Sch.Theoc.13.42.

German (Pape)

[Seite 1442] ές, epheuartig, φύλλα, Diosc. – Adv. bei Schol. Theocr. 13, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοειδής: -ές, ὅμοιος κισσῷ, Διοσκ. 2. 196, Γαλην. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 13. 42.

Greek Monolingual

-ές (Α κισσοειδής, -ές)
1. αυτός που μοιάζει με κισσό («φύλλα κισσοειδῆ», Διοσκ.)
2. φρ. «κισσοειδής καμπύλη» ή «κισσοειδής (γραμμή)» — η καμπύλη που επινόησε ο μαθηματικός Διοκλής για την επίλυση του προβλήματος διπλασιασμού του κύβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ειδής (< εἶδος)].