κάγ

From LSJ
Revision as of 18:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάγ Medium diacritics: κάγ Low diacritics: καγ Capitals: ΚΑΓ
Transliteration A: kág Transliteration B: kag Transliteration C: kag Beta Code: ka/g

English (LSJ)

poet. form for κατά before γ, κὰγ γόνυ for κατὰ γόνυ, Il.20.458;

   A κὰγ γόνων Sapph.44; κὰγ γᾶν dub. in SIG179.9 (Boeot., iv B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

κάγ: σπάνιον ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ κατὰ πρὸ τοῦ γ, κὰγ γόνυ ἀντὶ κατὰ γόνυ· κὰγ γόνυ δουρὶ βαλὼν Ἰλ. Υ. 458· κὰγ γόνων Σαπφὼ 25 (50).

French (Bailly abrégé)

p. apocope et assimilation poét. pour κατά devant un γ : κὰγ γόνυ.

English (Autenrieth)

see κατά.

Greek Monotonic

κάγ: Επικ. αντί κατά πριν από το γ, κὰγ γόνυ αντί κατὰ γόνυ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κάγ: эп. = κατά перед начальной γ следующего слова; только в выраж.: κὰγ γόνυ Hom. (= κατὰ γόνυ) в колено.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάγ ep. en Aeol. apoc. van κατά ( voor κ, γ, χ).