κατατρίζω
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
strengthd. for τρίζω, Batr.88.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ τρίζω, περὶ τῶν μυῶν, Βατραχομυομ. 88.
French (Bailly abrégé)
pousser un petit cri aigu.
Étymologie: κατά, τρίζω.
Greek Monolingual
κατατρίζω (Α)
(επιτ. τ. του τρίζω) (για ποντίκια) εκφέρω συνεχή τριγμό.
Greek Monotonic
κατατρίζω: σκληρίζω ή τσιρίζω δυνατά, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
κατατρίζω: издавать писк, пищать Batr.