κογχυλίας
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
(sc. λίθος), ὁ,
A = κογχίτης, Ar.Fr.193.
German (Pape)
[Seite 1465] ὁ, = κογχίτης, mit u. ohne λίθος, Ar. frg. 240 bei Poll. 7, 100.
Greek (Liddell-Scott)
κογχῠλίας: (δηλ. λίθος), ὁ, = κογχίτης, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 240.
Greek Monolingual
κογχυλίας, ὁ (Α) κογχύλη
ο κογχίτης.
Russian (Dvoretsky)
κογχῠλίας: ου ὁ мрамор с отпечатками раковин Arph.