συνάσκησις

From LSJ
Revision as of 19:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάσκησις Medium diacritics: συνάσκησις Low diacritics: συνάσκησις Capitals: ΣΥΝΑΣΚΗΣΙΣ
Transliteration A: synáskēsis Transliteration B: synaskēsis Transliteration C: synaskisis Beta Code: suna/skhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A training, opp. φύσις, Phld.Rh.1.1, cf. D.H.2.74, S.E.M.7.146, 11.248; military training, Ael.Tact.3.1; σ. ὅπλων Lyd.Mag.3.33.

German (Pape)

[Seite 1005] ἡ, gemeinschaftliche Uebung; Clem. Al.; S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

συνάσκησις: ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ, ἡνωμένη ἄσκησις, συνεχὴς ἄσκησις, Διον. Ἁλ. 2. 74, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 146, κτλ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ συνασκῶ
1. στρατιωτική άσκηση
2. εκκλ. άσκηση στον μοναστικό βίο πολλών μοναχών μαζί
αρχ.
άσκηση συνεχής και έντονη («ἔκ τινος συνασκήσεως καὶ τριβῆς», Σέξτ. Εμπ.).

Russian (Dvoretsky)

συνάσκησις: εως ἡ упражнение, практика Sext.