τιμοῦχος

From LSJ
Revision as of 20:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμουχος Medium diacritics: τιμοῦχος Low diacritics: τιμούχος Capitals: ΤΙΜΟΥΧΟΣ
Transliteration A: timoûchos Transliteration B: timouchos Transliteration C: timoychos Beta Code: ti/mouxos

English (LSJ)

(properisp.), ον, (ἔχω)

   A having honour, h.Ven.31, h.Cer.268 (in form τιμάοχος).    II the name of a magistrate in certain Greek cities, as Massilia, Str.4.1.5; Naucratis, Herm.Hist.2; Teos, SIG578.60 (ii B.C.); Lebedos, prob. in BCH52.165; Messene, Ael.Fr.39; applied to a woman, IG12(8).526 (Thasos): prob. title of officials of the Λλήνιον at Memphis, Wilcken Chr.30 i 16 (iii/ii B.C.):—Aeol. τιμῶχος Schwyzer631 A 2 (Methymna (found at Miletus), ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1116] Ehre, Ansehen habend, geehrt, – Bei den Mässtliern und an andern Orten die Stadtobrigkeit, Strab. IV, Ath. IV, 150 a.

Greek (Liddell-Scott)

τιμοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων τιμήν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 31, εἰς Δήμ. 269 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ τιμάοχος). ΙΙ. ἐπώνυμον ἄρχοντος ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων, Στράβ. 179, Ἀθήν. 149F, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059 ἐν τέλ., 3060· ἐπὶ γυναικός, αὐτόθι 2162.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
« timouque », magistrat supérieur dans certaines Cités (Marseille, Thasos).
Étymologie: τιμή, ἔχω.

Greek Monolingual

και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές
2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. τυμβ-οῦχος].