πορφυροβαφής

From LSJ
Revision as of 20:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠροβᾰφής Medium diacritics: πορφυροβαφής Low diacritics: πορφυροβαφής Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: porphyrobaphḗs Transliteration B: porphyrobaphēs Transliteration C: porfyrovafis Beta Code: porfurobafh/s

English (LSJ)

ές,

   A = πορφυρόβαπτος, AB379, Poll.7.63, v.l. in Artem.2.3.

German (Pape)

[Seite 686] ές, = πορφυρόβαπτος, Pherecrat. in B. A. 379.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροβᾰφής: -ές, = πορφυρόβαπτος, Α. Β. 379, Πολυδ. Ζ΄, 63.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
ο πορφυρόβαπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. ερυθρο-βαφής].