πλύντης

From LSJ
Revision as of 20:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῠντης Medium diacritics: πλύντης Low diacritics: πλύντης Capitals: ΠΛΥΝΤΗΣ
Transliteration A: plýntēs Transliteration B: plyntēs Transliteration C: plyntis Beta Code: plu/nths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A clothes-cleaner, Poll.7.37, rejected by EM785.35; cf.πλύτης.

German (Pape)

[Seite 639] ὁ, der schmutzige Kleider durch Treten im πλυνός Waschende u. Reinigende, Poll. 7, 37; doch verwerfen die Gramm. die Form, s. Lob. Phryn. 256 u. πλύτης.

Greek (Liddell-Scott)

πλύντης: -ου, ὁ, (πλύνω) ὁ πλύνων ἐνδύματα, Πολυδ. Ζ΄, 37· ἀλλὰ ὁ ἀληθὴς τύπος λέγεται ὅτι εἶναι πλύτης, Ἐτυμολ. Μέγ. 785. 35. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 432.

Greek Monolingual

ο, θηλ. πλύντρια, ΝΑ πλύνω
αυτός που πλένει, ιδίως ρούχα.