στόλαρχος

From LSJ
Revision as of 21:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόλαρχος Medium diacritics: στόλαρχος Low diacritics: στόλαρχος Capitals: ΣΤΟΛΑΡΧΟΣ
Transliteration A: stólarchos Transliteration B: stolarchos Transliteration C: stolarchos Beta Code: sto/larxos

English (LSJ)

ὁ,= στολάρχης, Poll.1.119 cod. B.

German (Pape)

[Seite 946] ὁ, = στολάρχης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στόλαρχος: ὁ, ὁ διοικητὴς στόλου, ναύαρχος, Πολυδ. Α΄, 119.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αρχηγός πολεμικού στόλου, ναύαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόλος + -αρχος].