Γοργοφόνος
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ον,
A Gorgon-killing, E.Fr.985: fem. Γοργοφόνα, as a name of Athena, Id.Ion1478 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
Γοργοφόνος: -ον, ὁ τῆς Γοργόνος φονεύς, Εὐρ. παρὰ Πλουτ. 2. 747D· θηλ. Γοργοφόνη, ὡς ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς, ὁ αὐτ. Ἴωνι 1478.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ, ἡ
mit. Gorgófono
1 hijo de Electrión, nieto de Perseo, Hes.Fr.193.13, Apollod.2.4.5.
2 rey de los epidaurios que, por mandato de un oráculo, fundó Micenas, Chrysermus 1.
3 ὁ, ἡ Γ. matador de Gorgo epít. de Perseo, E.Fr.985, Cleo Sic.SHell.340, Nonn.D.47.522, de Atenea Trag.Adesp.(?) en PKöln 245.8.
Greek Monolingual
Γοργοφόνος, -ον (θηλ. και Γοργοφόνη, η) (Α)
1. αυτός που σκοτώνει τη Γοργόνα
2. θηλ. ἡ Γοργοφόνα
επίθετο της Αθηνάς.
Greek Monotonic
Γοργοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκότωσε τη Γοργώ· θηλ. Γοργοφόνη, προσωνύμιο της Αθηνάς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Γοργοφόνος: ὁ горгоноубийца, т. е. Персей Eur.
Middle Liddell
[*φένω
Gorgon-killing: fem. Γοργοφόνη, as a name of Athena, Eur.