θολώδης

From LSJ
Revision as of 08:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας → Vulgi tumultus longe fuge et insaniam → Der Massen Auflauf meide und die Trunkenheit

Menander, Monostichoi, 239
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θολώδης Medium diacritics: θολώδης Low diacritics: θολώδης Capitals: ΘΟΛΩΔΗΣ
Transliteration A: tholṓdēs Transliteration B: tholōdēs Transliteration C: tholodis Beta Code: qolw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A muddy, turbid, of water, Hp.Aër.8 (Sup. -έστατος) ; ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι Arist.HA 620b16; also θ. καπνός Vett.Val.345.21; πῦρ lamb.Myst.2.4.

German (Pape)

[Seite 1214] ες, = θολοειδής, Hippocr.; Arist. H. A. 9, 37 vbdt ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι.

Greek (Liddell-Scott)

θολώδης: -ες, τεθολωμένος, βορβορώδης, ἀκάθαρτος, ἐπὶ ὕδατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285 (ἐν τῷ ὑπερθ. -έστατος)· ἐν ταῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 37, 2.

Greek Monolingual

θολώδης, -ες ΑΜ
θολός
(κυρίως για νερό ή καπνό ή φωτιά) θολός, ακάθαρτος, ταραγμένος, βορβορώδης.

Russian (Dvoretsky)

θολώδης: наполненный мутью, помутневший (ἐν τοῖς θολώδεσιν - sc. τόποις - κρύπτει ἑαυτὸν ὁ βάτραχος Arst.).