εὐκατάλλακτος

From LSJ
Revision as of 08:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάλλακτος Medium diacritics: εὐκατάλλακτος Low diacritics: ευκατάλλακτος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: eukatállaktos Transliteration B: eukatallaktos Transliteration C: efkatallaktos Beta Code: eu)kata/llaktos

English (LSJ)

ον,

   A easily appeased, placable, opp. μνησίκακος, Arist.Rh.1381b5, cf. Vit.Philonid.p.3C., LXX 3 Ma.5.13. Adv. -τως, ἔχειν πρός τινας Sch.S.Aj.1345.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht auszusöhnen, Arist. rhet. 2, 4. – Adv., Schol. Soph. Ai. 1345.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλατόμενος, καταπραϋνόμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 17. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1344.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à apaiser.
Étymologie: εὖ, καταλλάσσω.

Greek Monolingual

εὐκατάλλακτος, -ον (Α)
αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-αλλακτος (< κατ-αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατ-άλλακτος, δυσ-κατ-άλλακτος].

Russian (Dvoretsky)

εὐκατάλλακτος: легко примиряющийся, незлопамятный Arst.