θριάζω

From LSJ
Revision as of 08:56, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῑάζω Medium diacritics: θριάζω Low diacritics: θριάζω Capitals: ΘΡΙΑΖΩ
Transliteration A: thriázō Transliteration B: thriazō Transliteration C: thriazo Beta Code: qria/zw

English (LSJ)

(θριαί)

   A to be rapt, possessed, S.Fr.466, E.Fr.478; also glossed by φυλλολογεῖν (as if from θρῖον), Hsch., EM455.45:—also θριάομαι, = μαντεύομαι, AB265; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 1218] nach Hesych. 1) φυλλολογεῖν, von θρῖον, Feigenblätter ablesen. – 2) ἐνθουσιάζειν, vom Folgenden, in Begeisterung weissagen; E. M. 455, 44. Bei B. A. 265 auch θριᾶσθαι τὸ μαντεύεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

θρῑάζω: (Θριαὶ) διατελῶ ἐν προφητικῇ παραφορᾷ, ἐνθουσιῶ, μαντεύομαι, Σοφ. Ἀποσπ. 415, Εὐρ. Ἀποσπ. 481· πρβλ. ἐνθρίακτος. ΙΙ. (θρῖον) συλλέγω φύλλα συκῆς, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

être inspiré de la divinité, prophétiser.
Étymologie: θριαί.

Greek Monolingual

θριάζω (Α)
1. κατέχομαι από μαντική, έκσταση, προφητεύω, μαντεύω
2. μαζεύω φύλλα συκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θριαί, με τη σημ. «ενθουσιάζω, προφητεύω» και < θρίον, με τη σημ. «συλλέγω φύλλα συκιάς»].

Russian (Dvoretsky)

θρῑάζω: вдохновенно прорицать Soph., Eur.