λιποτάξιον

From LSJ
Revision as of 09:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐποτάξιον Medium diacritics: λιποτάξιον Low diacritics: λιποτάξιον Capitals: ΛΙΠΟΤΑΞΙΟΝ
Transliteration A: lipotáxion Transliteration B: lipotaxion Transliteration C: lipotaksion Beta Code: lipota/cion

English (LSJ)

τό,

   A desertion, λ. διαπεπραγμένοι Ph.2.132:—elsewh. in gen. λιποταξίου γραφή, indictment

   A for desertion, Pl.Lg.943d, D.21.103; ἔνοχος λιποταξίου Lys.14.5; τὰ δ' ἐγχέλεια γράψομαι λιποταξίου, Com. phrase, Antiph.129.9, cf. Pl.Com.7, Ar.Fr.808, v. Poll.8.42.

Greek Monolingual

λιποτάξιον, τὸ (Α) λιποτάκτης
1. λιποταξία
2. φρ. «λιποταξίου ή (λιποστρατίου) γραφή» — καταγγελία εναντίον κάποιου που εγκατέλειψε τον στρατό.

Russian (Dvoretsky)

λῐποτάξιον: τό = λιποταξία: λιποταξίου γραφή Plat., Dem. обвинение в дезертирстве.

Middle Liddell

λῐπο-ταξίου, γραφή, ἡ,
λῐπο-ταξίου γραφή, ἡ, an indictment for desertion, Plat., Dem.