μάμμος

From LSJ
Revision as of 09:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάμμος Medium diacritics: μάμμος Low diacritics: μάμμος Capitals: ΜΑΜΜΟΣ
Transliteration A: mámmos Transliteration B: mammos Transliteration C: mammos Beta Code: ma/mmos

English (LSJ)

οἰκέτης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 91] ὁ, erkl. Hesych. οἰκέτης.

Greek (Liddell-Scott)

μάμμος: «οἰκέτης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
ο
μαιευτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαμμή «μαία», με αλλαγή γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].
(II)
μάμμος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκέτης».