μακροτάτω
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
Adv. Sup. of μακρός,
A farthest off, Crates Ep.11, Longus 3.17.
Greek (Liddell-Scott)
μακροτάτω: Ἐπίρρ. ὑπερθετ. τοῦ μακρός, εἰς μεγίστην ἀπόστασιν, ὅσον τὸ δυνατὸν μακράν, Λόγγος 3. 17.
French (Bailly abrégé)
v. μακρῶς.
Greek Monolingual
μακροτάτω (Α)
επίρρ. πάρα πολύ μακριά, σε πολύ μεγάλη απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότατος, υπερθ. του μακρός.
Russian (Dvoretsky)
μακροτάτω: superl. к μακρῶ.