μύρκος
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
ον, Syrac. word for ἄφωνος,
A dumb, Hsch.:—also μυρικᾶς, Id. μύρμαξ, v. μύρμηξ. μυρμέαι· νύσσειν, Id.
Greek (Liddell-Scott)
μύρκος: -ον, λέξις παρὰ τοῖς Συρακοσίοις σημαίνουσα ἄφωνον βωβόν, Ἡσύχ.· ὡσαύτως μυρικᾶς, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
μύρκος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Συρακοσίους) «ὁ καθόλου μὴ δυνάμενος λαλεῑν, ἐνεός, ἄφωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο από τη Λατινική, πρβλ. λατ. murcus «ακρωτηριασμένος, χαλαρός», από όπου στη συνέχεια εντάχθηκε στα επίθ. που σημαίνουν «άφωνος, βουβός»].