νικήτωρ
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ορος,
A victorious: τὸ τῶν N. στρατόπεδον, = Legio Victrix, D.C.55.23.
German (Pape)
[Seite 256] ορος, ὁ, poet. = νικητήρ (?).
Greek Monolingual
νικήτωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ, Α δωρ. τ. νικάτωρ)
1. νικητής
2. ως επίθ. νικηφόρος («τοὺς νικήτορας στρατιώτας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. ηγή-τωρ)].