οἷο
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
Ep. for οὗ, gen. of Possess. Pron. ὅς, ἥ, ὅν
A his, her (q. v.) : οἷόπερ, Ep. for οὗπερ, A.R.1.1325.
Greek (Liddell-Scott)
οἷο: Ἐπικ. ἀντὶ οὗ, γεν. τῆς κτητ. ἀντωνυμ. ὅς, ἥ, ὅν, Ὅμ.˙ ἀλλ’ οὐδέποτε ὡς γενικ. τῆς προσωπ. ἀντωνυμ., ἥτις ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ εἶναι ἀπανταχοῦ εἷο: - οἷόπερ, Ἰων. ἀντὶ οὗπερ.
French (Bailly abrégé)
épq. c. οὗ, gén. du pron. poss. ὅς.
English (Autenrieth)
see ὅ Od. 18.2.
Greek Monotonic
οἷο: Επικ. αντί οὗ, γεν. της κτητ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ, δικός του, δικός της, δικό του.
Russian (Dvoretsky)
οἷο: эп. = οὗ (gen. к ὅς).