παιπάλλω

From LSJ
Revision as of 11:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιπάλλω Medium diacritics: παιπάλλω Low diacritics: παιπάλλω Capitals: ΠΑΙΠΑΛΛΩ
Transliteration A: paipállō Transliteration B: paipallō Transliteration C: paipallo Beta Code: paipa/llw

English (LSJ)

σείω, Hsch.

German (Pape)

[Seite 443] = πάλλω, Hesych. erkl. σείω.

Greek (Liddell-Scott)

παιπάλλω: σείω.

Greek Monolingual

παιπάλλω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σείω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για επιτακτικό τ. του πάλλω «ταράζω, ταρακουνώ», με διπλασιασμό κατ' επίδραση του παιπάλη (πρβλ. πάλη [ΙΙ]).