περιπλώω
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
Ion. and poet. for περιπλέω.
German (Pape)
[Seite 588] ion. u. poet. statt περιπλέω, Her. 4, 42. 8, 14.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλώω: Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ περιπλέω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. περιπλέω.
Étymologie: περί, πλώω.
Greek Monolingual
Α
(ιων. τ. και ποιητ. τ.) βλ. περιπλέω.
Greek Monotonic
περιπλώω: Ιων. και ποιητ. αντί περιπλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπλώω Ion. voor περιπλέω.
Russian (Dvoretsky)
περιπλώω: ион. = περιπλέω.