πολύρρην

From LSJ
Revision as of 12:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρρην Medium diacritics: πολύρρην Low diacritics: πολύρρην Capitals: ΠΟΛΥΡΡΗΝ
Transliteration A: polýrrēn Transliteration B: polyrrēn Transliteration C: polyrrin Beta Code: polu/rrhn

English (LSJ)

ηνος, (ἀρήν)

   A rich in lambs, Carm.Naupact.2 (EGFp.199K.): dat.sg. -ρρηνι Hsch. (-ρρήνη cod.): nom. pl. -ρρηνες, ἄνδρες Il.9.154,296, Hes.Fr.134.3, cf. Theoc. 25.117: the older dat. of πολύρρην ( Πολύ-ϝρην) is πολύαρνι (from *πολύ-ϝνι) Il.2.106 (-ϝρην is to ν-ι as πατήρ to πατρ-ί).

French (Bailly abrégé)

ηνος (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui est riche en agneaux, p. suite en troupeaux.
Étymologie: πολύς, *ῥήν.

English (Autenrieth)

and πολύρρηνος (ϝρην, ϝάρνα): rich in sheep, Il. 9.154 and 296.

Greek Monolingual

-ηνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα («ἐν δ' ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αμάρτυρος τ. ῥήν «ποίμνιο» (που μαρτυρείται στην αιτ. ῥῆνα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύρρην -ηνος [πολύς, ἀρήν] dat. πολύαρνι, rijk aan lammeren.

Russian (Dvoretsky)

πολύρρην: ηνος adj. [* ἀρήν богатый баранами или овцами (ἄνδρες Hom.).