φρεατιαῖος

From LSJ
Revision as of 12:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρεᾱτιαῖος Medium diacritics: φρεατιαῖος Low diacritics: φρεατιαίος Capitals: ΦΡΕΑΤΙΑΙΟΣ
Transliteration A: phreatiaîos Transliteration B: phreatiaios Transliteration C: freatiaios Beta Code: freatiai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A belonging to a well or tank, ὕδωρ Hermipp.39, Thphr.CP2.6.3; φ. ὕδατα, opp. ῥυτά, Plu.2.954c, cf. Arist.Mete.353b26.

German (Pape)

[Seite 1304] zum Brunnen gehörig; ὕδωρ, Brunnen-, Röhrwasser, Hermipp. bei Ath. IV, 124; Plut. qu. nat. 2 prim. frig. 20.

Greek (Liddell-Scott)

φρεᾱτιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φρέαρ ἢ δεξαμενήν, ὕδωρ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 6, 3˙ φρ. ὕδωρ, «νερὸν πηγαδήσιον», Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψι» 3˙ φρ. ὕδατα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ῥυτά, Πλούτ. 2. 945C, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6. ― Ἀπαντᾷ καὶ ὁ παρεφθαρμένος τύπος φρεατίδιος αὐτόθι 690Β.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de puits.
Étymologie: φρέαρ.

Greek Monolingual

και φρηταῑος, -αία, -ον, Α
1. φρεάτιος
2. φρ. «φρεατιαῖον ὕδωρ» — πηγαδήσιο νερό (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, -ατός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ναματ-ιαῖος)].

Russian (Dvoretsky)

φρεᾱτιαῖος: колодезный (ὕδατα Plut.).