ἀπήρινος
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ον, (πηρίν)
A without scrotum, restored (for ἀπύρηνος) by Coraeës in Archestr.8.9.
German (Pape)
[Seite 290] (πηρίς), ἰχθύς, ohne Geschlechtstheile, Archestrat. bei Ath. VII, 299 a, nach Cor. Conj. für ἀπύρηνος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπήρῑνος: -ον, (πηρὶν) ἄνευ αἰδοίου, διορθωθὲν ὑπὸ Κοραῆ ἀντὶ τῆς γραφῆς ἀπύρηνος ἐν Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 299Α· ἴδε Κοραῆ Ἱπποκρ. περ. Ἀέρ. κτλ. (ἔκδ. Γαλλ.) τ. β΄, σ. 242 καὶ σημ. τοῦ αὐτοῦ εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. Τροφ. σ. 204.
Spanish (DGE)
(ἀπήρῑνος) -ον sin escroto ἰχθύς Archestr.8.9.