ἀσφυγμία
From LSJ
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
English (LSJ)
ἡ, =
A pulsus defectio, opp. ἀσφυξία, Cael.Aur.CP1.2.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
carencia de pulso, pulsus defectio Cael.Aur.CP 3.2.8.
Greek Monolingual
η (Α ἀσφυγμία) σφυγμός < σφύζω
η έλλειψη σφυγμού σ' ένα περιφερειακό αγγείο του σώματος.