ἁμαξήλατος

From LSJ
Revision as of 15:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξήλᾰτος Medium diacritics: ἁμαξήλατος Low diacritics: αμαξήλατος Capitals: ΑΜΑΞΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: hamaxḗlatos Transliteration B: hamaxēlatos Transliteration C: amaksilatos Beta Code: a(mach/latos

English (LSJ)

ον,

   A traversed by wagons: ἡ ἁ. (sc. ὁδός) carriage-road, Aen.Tact.16.14, Poll.9.37, cf. Str.6.3.7.

German (Pape)

[Seite 115] ἡ, sc. ὁδός, Fahrweg, Poll. 9, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω) ἡ διασχιζόμενη, διατρεχομένη ὑφ’ ἁμαξῶν: ἡ ἁμαξήλατος (ἐνν. ὁδός), ὁδὸς ἁμαξιτός, Πολυδ. 9. 37.

Spanish (DGE)

-ον
de carros ὁδός Aen.Tact.16.14, Ps.Dicaearch.1.23, Ph.1.316, Poll.9.37, Ἀππία Str.6.3.7.

Greek Monolingual

ἁμαξήλατος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να περάσει άμαξα, ο διαβατός από άμαξα, αμαξιτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + ἐλατός, με επίδραση του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η- (-ήλατος του β΄ συνθετικού.
ΠΑΡ. μσν. ἁμαξηλατώ].