ἐμφυτευτικός

From LSJ
Revision as of 15:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφῠτευτικός Medium diacritics: ἐμφυτευτικός Low diacritics: εμφυτευτικός Capitals: ΕΜΦΥΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emphyteutikós Transliteration B: emphyteutikos Transliteration C: emfyteftikos Beta Code: e)mfuteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A concerning ἐμφύτευσις or ἐμφυτεύματα, κανών, συγγραφή, ib.7.3.2; δίκαιον PMasp.298.39 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 821] ή, όν, Erbpacht betreffend, Novell.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
jur. enfitéutico, ius ἐ. Vlp.Dig.27.9.3.4, δίκαιον Iust.Nou.120.1, PMasp.299.5 (VI d.C.), cf. TAM 5.860.9 (Tiatira, imper.), συγγραφή Iust.Nou.7.3, συμβόλαιον Iust.Nou.120.11, ὁμολογία PMasp.299.60, PMichael.41.3 (ambos VI d.C.), πάκτον PKlein.Form.316 (VI d.C.), de la renta κανών Iust.Nou.7.3.2, 120.8.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμφυτευτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμφύτευση («εμφυτευτικό δίκαιο»)
νεοελλ.
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για το έργο της εμφυτεύσεως («εμφυτευτική μηχανή»).