ἐμπίμπρημι
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
English (LSJ)
(pres. not in Hom. who has impf. ἐνέπρηθον,
A v. ἐμπρήθω), 3pl. impf. ἐνεπίμπρασαν Th.6.94; also (as if from ἐμπιπράω) inf. ἐμπιπρᾶν Plu.Cor.26; part. ἐμπιπρῶν Plb.1.53.4: impf. ἐνεπίμπρων X.HG6.5.22: fut. ἐνιπρήσω Il.15.702, ἐμπρήσω Ar.Th.749, 3pl. -πρήσοντι Tab.Heracl.1.145: aor. 1 ἐνέπρησα Hom., etc.: aor. 1 Med. ἐνεπρησάμην PTeb.61 (b).289 (ii B.C.), Q.S.5.485:—Pass., part. ἐμπιπράμενος Hdt.1.19: fut. ἐμπεπρήσομαι (v.l. ἐμπρήσομαι, as in Id.6.9), Paus.4.7.10; Ep.inf. ἐνιπρήσεσθαι Q.S.1.494: aor. ἐνεπρήσθην Hdt. 5.102, 6.25, Th.4.29, etc.: pf. ἐμπέπρησμαι Hdt.8.144 (v.l. -πέπρημαι), Ph.1.391:—kindle, set on fire, πυρὶ νῆας Il.8.182, al.; τῷ Λημνίῳ . . πυρὶ ἔμπρησον S.Ph.801; τὸν [νηὸν] ἐνέπρησαν Hdt.1.19, cf. 5.101, al.: c. gen., πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι burn them by force of fire, Il.16.82; ἐμπιμπράναι οἰκίαν Ar.Nu.1484, cf. Pl.R.471c:—Pass., to be set on fire, Hdt.1.19, etc.; ῥίζαι -πεπρησμέναι Ph. l.c.; to be inflamed, Aret.SA2.10: metaph. of anger, Luc.Cat.12. (Freq. written ἐμπίπρ- in codd., but cf. ἐμπιμπράντων Phld.Ir.p.53 W.)
French (Bailly abrégé)
c. ἐμπίπρημι.
Spanish (DGE)
• Grafía: frec. cód. -πιπρ-
• Morfología: [pres. inf. ἐμπιμπράναι Ar.Nu.1484, part. ἐμπιμπράς X.An.5.2.3, med. pres. ind. ἐμπίπραμαι Hdt.1.19, impf. 3a plu. ἐνεπίμπρασαν Th.6.94, X.HG 6.5.32; fut. 1a sg. ἐνιπρήσω Il.15.702, ἐμπρήσω Ar.Th.749, 3a plu. ἐμπρήσοντι TEracl.1.145 (IV a.C.), med. inf. ἐμπρήσεσθαι Paus.4.7.10, ἐνιπρήσεσθαι Q.S.1.494; aor. ind. 1a sg. ἐνέπρησα Il.9.242, S.Ph.801, inf. ἐνιπρῆσαι Il.13.319, 14.47, med. ind. 1a sg. ἐνεπρησάμην PTeb.61(b).289 (II a.C.), pas. aor. ind. 1a sg. ἐνεπρήσθην Hdt.5.102, 6.25, Th.4.29; perf. med.-pas. ind. 1a sg. ἐμπέπρησμαι Hdt.8.144, Ph.1.391, fut. perf. 3a sg. ἐμπεπρήσεται Hdt.6.9, inf. ἐμπεπρήσεσθαι Plu.Sull.27]
I tr.
1 incendiar frec. en cont. bélico, c. ac. y dat. instrum. πυρὶ νῆας Il.8.182, 217, 12.198, 14.47, cf. LXX 2Pa.36.19, τὴν πόλιν ἐν πυρί LXX De.13.16, cf. Nu.31.10, ἐὰν δέ τι οἱ πολέμιοι πειρῶνται ἐμπιμπράναι ἰσχυρᾷ σκευασίᾳ πυρός Aen.Tact.34.1, c. ac. y gen. αὐτὰς τ' ἐμπρήσειν ... πυρός Il.9.242, μὴ δὴ πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι Il.16.82, sólo c. ac. νῆας ἐνιπρῆσαι Il.13.319, 15.507, cf. Hdt.9.106, Th.6.64, Plb.16.31.5, οἰκήματα Hdt.1.17, cf. Ar.Nu.1484, Pl.R.471a, Herod.2.52, Phld.Ir.24.34, I.BI 1.334, τὰς θύρας Ar.Lys.311, τὰς σκηνὰς ἐρήμους Th.1.49, cf. 6.75, τὸ στρατόπεδον X.HG 1.6.37, cf. Plb.3.43.9, ξύλινον τεῖχος Hdt.4.123, cf. Th.6.102, στοάς Plb.4.62.2, τοῖς ἐμπρήσασι τὰ ἀρχεῖα καὶ τὰ δημόσια γράμματα SIG 684.22 (Dime II a.C.), τὰς μὲν ἀτειχίστους τῶν πόλεων X.l.c., cf. E.Tr.1260, Eu.Matt.22.7, I.Vit.410, PThmouis 1.104.14 (II d.C.), τὰς πόλιας ἐνεπίμπρασαν αὐτοῖσι τοῖσι ἱροῖσι Hdt.6.32, cf. Th.1.108, τὸ τέμενος SIG 372.8 (Samotracia III a.C.), cf. I.BI 5.405, Plb.4.19.6, LXX Io.8.19, I.BI 5.411, D.Chr.11.30, τὸ χρηστήριον τὸ τοῦ Διός Hdt.3.25, τά ἀγάλματα Hdt.3.37, τὸ ἄλσος Hdt.6.75, ἐμπρήσαντός τινος κατὰ μικρὸν τῆς ὕλης Th.4.30, cf. TEracl.l.c., σῖτον Th.6.94, πυ[ρ] οῦ γενήματα PTeb.l.c., cf. PBerl.Leihg.40.8 (II d.C.)
•en v. med. mismo sent. πολλὰς ... ἐμπρησάμενος τῆς πόλεως οἰκοδομίας Procop.Goth.8.33.14
•en v. pas. Σάρδις ... ἐμπεπρῆσθαι ὑπό τε Ἀθηναίων Hdt.5.105, cf. Pl.Grg.469e, Aesop.54, οὔτε τὰ ἱρὰ οὔτε τὰ ἴδια ἐμπεπρήσεται Hdt.6.9, cf. 19, 25, 8.55, 144, συνοικιῶν ἐμπε[πρ] ησμένων BGU 1047.2.13 (II d.C.), τῶν ἐπαύλεων τῶν ἐμπεπρησμένων IMylasa 602.19 (I a.C.), cf. SIG 783.15 (Mantinea I a.C.), cf. D.H.8.68, ληίου ἐμπιμπραμένου ὑπὸ τῆς στρατιῆς Hdt.1.19, νῆσος Th.4.29, ὕλη ἐμπεπρησμένη el bosque incendiado Arist.Pr.906b9, cf. Posidon.239, Plb.34.2.16, ῥίζαι Ph.l.c., ναυσὶν ἐμπιμπραμέναις Aristid.Or.16.36, εἰ δὲ μὴ σπεύσειεν, ἐμπεπρήσεσθαι τὸ Καπιτώλιον si no se apresuraba, el Capitolio sería quemado Plu.l.c.
2 quemar, prender fuego a c. ac. de pers. ἑτέρους δέ τινας Hdt.4.164, πάσας Ar.Lys.269, τὸ παιδίον Men.Sam.554, Σίμων' Ar.Nu.399
•abs. τῷ Λημνίῳ ... πυρὶ ἔμπρησον quéma(me) con fuego lemnio S.l.c.
3 de pers. y anim. chamuscar en v. pas. φωνὴ ἐμπεπρημένης ὑός gruñido de cerda chamuscada Ar.V.36
•part. subst. Ἐμπιπράμενοι Los chamuscados tít. de una comedia de Cratino, Clem.Al.Strom.6.26.4, Ἐμπιμπραμένη tít. de una comedia de Menandro, Ath.559e.
4 fig. aterrorizar ἁλιῆας de un pez, Nic.Th.824.
II intr., en v. med.-pas.
1 incendiarse αὐτομάτως ἐμπεπρησμένου τοῦ χάρακος habiéndose incendiado la empalizada espontáneamente Plb.14.4.8.
2 medic. inflamarse πνεύμασι ἐμπίπραται ἡ κύστις Aret.SA 2.10.3.
3 fig. encenderse de ira ἐγὼ δὲ ἐνεπιμπράμην μέν Luc.Cat.12.
Greek Monolingual
ἐμπίμπρημι και ἐμπίπρημι (AM)
1. πυρπολώ
2. παθ. εξοργίζομαι.
Middle Liddell
not ἐμπίμπρημι [inf. ἐμπιπρᾶν as if from e)mpipra/w] inf. ἐμπιπρᾶν imperf. ἐνεπίμπρων 3rd pl. -πίμπρασαν fut. ἐμπρήσω aor1 ἐνέπρησα Pass., fut. ἐμπεπρήσομαι [Pass., fut. ἐμπρήσομαι in mid. form fut. ἐμπρήσομαι aor1 ἐνεπρήσθην perf. ἐμπέπρησμαι [ἐν]
to kindle, burn, set on fire, Il., Hdt., Soph.; also c. gen., πυρὸς νῆας ἐνιπρῆσαι to burn them by force of fire, Il.:—Pass. to be on fire, Hdt.
Chinese
原文音譯:™mpr»qw 恩-普雷拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-著火
字義溯源:點燃,燃燒,燒毀;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(πρεσβῦτις)X*=點火,焚燒)組成
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 燒毀(1) 太22:7