ἐνίπλειος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ον, Ep. for ἔμπλεος.
German (Pape)
[Seite 845] ep. = ἔμπλεος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνίπλειος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ ἔμπλεος.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἔμπλεος.
English (Autenrieth)
see ἔμπλειος.
Greek Monolingual
ἐνίπλειος, -ον και ἐνίπλειος, -η, -ον
επικ. τ. τοὺ ἔμπλεος, έμπλεως.
Greek Monotonic
ἐνίπλειος: -ον, Επικ. αντί ἔμ-πλεος.