ἠπιόω
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
intr.,
A feel easier, ἠπίωσε τῷ σώματι Hp.Epid.5.20 (nisi leg. ἠπίως <εἶχ>ε):—Pass., to be softened, ἠπιοῦσθαι ὑπὸ τῆς μουσικῆς Phld. Mus.p.33 K.: aor. ἠπιώθην Sch.Il.1.146.
German (Pape)
[Seite 1175] Linderung fühlen, sich wohler fühlen, τῷ σώματι Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπιόω: ἀμεταβ., αἰσθάνομαι ἐμαυτὸν ἡσυχώτερον, ἠπίωσε τῷ σώματι Ἱππ. 1147D. - Παθ., ἀόρ. ἠπιώθην Σχόλ. Βενετ. Β. 1. 146· πρβλ. ἠπιάω.