ἴδμεν
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
Ion., Aeol., Dor. for ἴσμεν: ἴδμεν, ἴδμεναι, Ep. for εἰδέναι;
A v. οἶδα.
Greek (Liddell-Scott)
ἴδμεν: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀντὶ ἴσμεν: - ἴδμεν, ἴδμεναι, Ἐπικ. ἀντὶ εἰδέναι· ἴδε οἶδα.
French (Bailly abrégé)
ion. et dor. c. ἴσμεν, 1ᵉ pl. de οἶδα, v. *εἴδω;
épq. c. εἰδέναι, inf. de οἶδα, v. *εἴδω.
Greek Monotonic
ἴδμεν: Ιων. και Δωρ. αντί ἴσμεν, αʹ πληθ. του οἶδα· ἴδμεν, ἴδμεναι, Επικ. αντί εἰδέναι, απαρ. του οἶδα.
Russian (Dvoretsky)
ἴδμεν:
I ион.-дор. (= ἴσμεν) 1 л. pl. praes. к οἶδα (см. *εἴδω).
II (= εἰδέναι) эп. inf. к οἶδα (см. *εἴδω).