ὀπωροπώλης
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ου, ὁ,
A fruiterer, POxy.980 (iii A. D.), 1133.7 (iv A. D.), Hsch. s.v. ὡραιοπώλης; gen. -πώλη MAMA3.359 (Corycus); but ὀπωρώνης was the Att. word acc. to Phryn.181.
German (Pape)
[Seite 365] ὁ, Obsthändler, Poll. 6, 128.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὀπώρας, Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραιοπώλας· ἀλλ’ ὀπωρώνης, ἦτο ἡ Ἀττικὴ λέξις, «ὀπωροπώλης τοῦθ’ οἱ ἀγοραῖοι λέγουσιν· οἱ δὲ πεπαιδευμένοι ὀπωρώνης, ὡς καὶ Δημοσθένης» Φρύνιχ. 206. - Θηλ. ὀπωρόπωλις, -ιδος, μεταγεν.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀπωροπώλης, Α θηλ. ὀπωρόπωλις, -ιδος)
αυτός που πουλά οπώρες, μανάβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -πώλης].