ὑράξ

From LSJ
Revision as of 18:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑράξ Medium diacritics: ὑράξ Low diacritics: υράξ Capitals: ΥΡΑΞ
Transliteration A: hyráx Transliteration B: hyrax Transliteration C: yraks Beta Code: u(ra/c

English (LSJ)

Adv.

   A promiscuously, Hsch.; Aeol. ὔρραξ Theognost. Can. 23, interpol. in Suid. ὕργα· πτύον, Theognost.Can.23: cf. ὕριγγα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑράξ: ἐπίρρ., «μίγδην, ἀναμὶξ» Ἡσύχ.: Αἰολ. ὕρραξ Θεογνώστου Κανόνες σ. 23, Σουΐδ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 77. (Πρβλ. σύρω, φύρω).

Greek Monolingual

και αιολ. τ. ὔρραξ Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μίγδην, ἀναμείξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. -άξ (πρβλ. εὐρ-άξ, πατ-άξ). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί άλλος τ. του εὐράξ, ενώ η σύνδεση με τον τ. ὕραξ «τρωκτικόμορφο θηλαστικό» δεν θεωρείται πιθανή].