βολβοειδής
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ές,
A bulb-like, bulb-shaped, Dsc.2.144, Aët.12.63.
German (Pape)
[Seite 452] ές, zwiebelartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βολβοειδής: -ές, ὅμοιος βολβῷ, ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ βολβοῦ, Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 249.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): βολβώδης Thphr.HP 7.13.9
bulbosode raíces, Thphr.l.c., Dsc.2.144, Paul.Aeg.7.3 (pp.248, 268).
Greek Monolingual
-ές (AM βολβοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα βολβού.