Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυκλάμινος

From LSJ
Revision as of 06:42, 2 October 2020 by Spiros (talk | contribs)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλάμῑνος Medium diacritics: κυκλάμινος Low diacritics: κυκλάμινος Capitals: ΚΥΚΛΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: kykláminos Transliteration B: kyklaminos Transliteration C: kyklaminos Beta Code: kukla/minos

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, Theoc.5.123, Dsc.2.164; also ὁ, Thphr.HP 7.9.4, 9.9.3; κυκλᾰμίς, ἡ, Orph.A.917:—

   A Cyclamen graecum, Greek cyclamen etc., Il.cc.; also κυκλάμινος ἑτέρα = honeysuckle, Lonicera periclymenum, Dsc.2.165.

German (Pape)

[Seite 1526] ἡ, Saubrot, eine Pflanze mit runden Knollen, deren wohlriechende Blumen zu Kränzen genommen wurden; Theocr. 5, 123; Nic. bei Ath. XV, 684 d; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλάμῑνος: ἡ, Θεόκρ. 5. 123, Διοσκ. 2. 194· ὡσαύτως ἀρσ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9· 4· κυκλαμίς, ἡ, Ὀρφ. Ἀργ. 915· ― cyclamen, φυτόν τι μετὰ στρογγύλων βωλοειδῶν ῥιζῶν φέρον εὐῶδες ἄνθος χρήσιμον εἰς τὴν κατασκευὴν στεφάνων.

Greek Monolingual

κυκλάμινος, ἡ και ὁ (Α)
το φυτό κυκλάμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από τον τ. κύκλος, κατά το σησάμινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλάμινος -ου, ἡ [κύκλος] cyclaam (plant).

Russian (Dvoretsky)

κῠκλάμινος: (ᾰ) ἡ бот. цикламен Theocr.