ιστορώ
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(ΑΜ ἱστορῶ, -έω) ίστωρ
1. εξιστορώ, αφηγούμαι, διηγούμαι
2. αναθυμούμαι, αναπολώ, αναπλάθω
3. ζωγραφίζω
αρχ.
1. ερευνώ και μαθαίνω κάτι, πληροφορούμαι, ρωτώ για κάτι
2. εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ
3. είμαι καλά πληροφορημένος, γνωρίζω
5. παθ. ἱστοροῦμαι, -έομαι
παριστάνομαι, περιγράφομαι.