ιστορώ

From LSJ
Revision as of 18:33, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

(ΑΜ ἱστορῶ, -έω) ίστωρ
1. εξιστορώ, αφηγούμαι, διηγούμαι
2. αναθυμούμαι, αναπολώ, αναπλάθω
3. ζωγραφίζω
αρχ.
1. ερευνώ και μαθαίνω κάτι, πληροφορούμαι, ρωτώ για κάτι
2. εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ
3. είμαι καλά πληροφορημένος, γνωρίζω
5. παθ. ἱστοροῦμαι, -έομαι
παριστάνομαι, περιγράφομαι.