λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Full diacritics: κορυμβίας | Medium diacritics: κορυμβίας | Low diacritics: κορυμβίας | Capitals: ΚΟΡΥΜΒΙΑΣ |
Transliteration A: korymbías | Transliteration B: korymbias | Transliteration C: korymvias | Beta Code: korumbi/as |
ον, ὁ,
A white-berried ivy, Hedera helix, Thphr.HP3.18.6.
κορυμβίας, -ου, ὁ (Α) κόρυμβος
είδος κισσού που ονομάστηκε έτσι από τα βοτρυοειδή άνθη του και τον καρπό του.