Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
chaplet: P. and V. στέφανος, τό, στέμμα, τό (Plato but rare P.), V. στέφος, τό, πλόκος, ὁ, πλέγματα, τά, Ar. στεφάνη, ἡ; see fillet.