Θησεῖον
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
τό, A temple of Theseus, a sanctuary (ἄσυλον) for criminals and slaves, Ar.Eq.1312,Fr.567:—also Θησέον, Pherecr.49 (cf. Et.Gen.). II Θησεῖα, τά, festival of Theseus, Ar.Pl.627:—also Θησέα, SIG1029.78 (iv B.C.). III θησεῖον, τό, holewort, Corydalis densiflora, Thphr.HP7.12.3, Plin.HN21.107.
Greek (Liddell-Scott)
Θησεῖον: (ἢ Θησεῖον καθ’ Ἡρῳδιανὸν ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 252, 17), τό, ὁ ναὸς τοῦ Θησέως, θεωρούμενος ὡς ἄσυλον, εἰς ὃ ἐγκληματίαι ἠδύναντο νὰ καταφύγωσιν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1312, Ἀποσπ. 477, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 21, 4. 10., 90, 21: ― ὁ τύπος Θήσιον ἀναφέρεται ἐν Ἀν. Ὀξ. 2. 219. ΙΙ. τὰ Θησεῖα ἢ Θήσεια (ἐξυπ. ἱερά), ἡ ἑορτὴ τοῦ Θησέως, Ἀριστοφ. Πλ. 627. ΙΙΙ. θήσειον, τό, ἄνθος τι, Ἀθην. 684F, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 7. 12, 3.
French (Bailly abrégé)
v. Θήσειος.
Greek Monotonic
Θησεῖον: τό,
I. το ιερό του Θησέα, καταφύγιο εγκληματιών και δραπετών δούλων σε Αριστοφ.
II. τὰ Θησεῖα (ενν. ἱερά), η γιορτή προς τιμήν του Θησέα, στον ίδ.
Middle Liddell
Θησεῖον, ου, τό,
I. the temple of Theseus, a sanctuary for criminals and runaway slaves, Ar.
II. τὰ Θησεῖα, ( sc. ἱερά) the festival of Theseus, Ar.