Πάτραι
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ῶν, αἱ, Patrae, Th.2.83, etc. : Πατρεύς, έως, ὁ, one of its citizens, St.Byz. ; pl. A Πατρέες Hdt.1.145, etc. ; gen. Πατρέων Plb.4.6.9.
Greek (Liddell-Scott)
Πάτραι: -ῶν, αἱ, πόλις ἐν Ἀχαΐα, Θουκ. 2. 83, κτλ.· Πατρέες, οἱ, οἱ κάτοικοι, Ἡρόδ. 1. 145, κτλ.· ἑνικ. Πατραιεύς, Πολύβ. 4. 6, 9.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
Patras, capitale de l’Achaïe romaine.
Greek Monotonic
Πάτραι: -ῶν, αἱ, πόλη της Αχαΐας, η νυν αποκαλούμενη Πάτρα, σε Θουκ. κ.λπ.· Πατρέες, οἱ, κάτοικοι της πόλης, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Πάτραι: ῶν, ион. Πατρέες, έων αἱ Патры (приморский город в сев.-зап. Ахайе, один из двенадцати важнейших городов области) Her., Thuc., Plut.