βολίταινα
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, A = βολβίδιον, Arist.HA525a19, 621b17; cf. ὄζολις.
German (Pape)
[Seite 452] ἡ, = βολβοτίνη, Arist. H. A. 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
βολίταινα: ἡ, = βολβίδιον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 1, 27., 9. 37, 16.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
ict., cefalópodo de pequeño tamaño, prob. una especie de jibia Arist.HA 525a19, 621b17, cf. ὄζολις, βολβίδιον.
Greek Monolingual
βολίταινα, η (Α) βόλιτον, -ος]
είδος μικρού πολύποδα με δυνατή οσμή, όζαινα, βρομοχτάποδο.
Russian (Dvoretsky)
βολίταινα: ἡ болитена (вид морского моллюска) Arst.