βουλιμώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες, A of the nature of βούλιμος, Herod.Med. ap. Orib.5.30.15 (also βουλῑμ-ιώδης, Gal.13.122).
Greek (Liddell-Scott)
βουλῑμώδης: -ες, ἐκ τῆς φύσεως τοῦ βουλίμου, Ἰατρ. ἐν Matthaei σ. 77· ὡσαύτως βουλιμιώδης ἐν Γαλην. 13. 122 Kühn.
Spanish (DGE)
-ες
• Alolema(s): -ιώδης Gal.13.122
medic. que tiene las características de la bulimia ἔκλυσις Herod.Med. en Orib.5.30.15, διάθεσις Gal.l.c.