γογγυστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A murmurer, mutterer, grumbler, Ep.Jud.16, Thd.Pr.26.20.
German (Pape)
[Seite 500] ὁ, der Murrende, Unwillige, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
γογγυστής: -οῦ, ὁ, ὁ γογγύζων, ψιθυρίζων, «μουρμουρίζων», Ἐπ. Ἰουδ. 16, Θεοδ. Π. Δ. (Παροιμ. κϚ΄, 21).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
murmurador, Ep.Iud.16, Thd.Pr.26.20, Sm.26.22.
English (Strong)
from γογγύζω; a grumbler: murmurer.
English (Thayer)
γογγυστου, ὁ, a murmurer (Vulg., Augustine, murmurator), one who discontentedly complains (against God; for μεμψίμοιροι is added): Theod., Symm.; Graecus Venetus)
Greek Monolingual
ο (AM γογγυστής) γογγύζω
παραπονιάρης, μεμψίμοιρος.
Greek Monotonic
γογγυστής: -οῦ, ὁ (γογγύζω), αυτός που γογγύζει, στενάζει, μουρμουρίζει, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
γογγυστής: οῦ ὁ ропщущий NT.
Middle Liddell
γογγύζω
a murmurer, NTest.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γογγυστής -οῦ, ὁ γογγύζω mopperaar. NT Iud. 16.
Chinese
原文音譯:goggust»j 工句士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:抱怨(者)
字義溯源:發怨言者,埋怨者,議論者;源自(γογγύζω)*=發怨言)
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 埋怨者(1) 猶1:16