γυροειδής
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
English (LSJ)
ές, A like a circle, round. Adv. -δῶς Dsc.2.173.
German (Pape)
[Seite 512] ές, kreisförmig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γῡροειδής: -ές, ὅμοιος κύκλῳ, στρογγύλος.― Ἐπίρρ.–δῶς Διοσκ. 2. 204.
Spanish (DGE)
-ές
1 circular, de forma anularref. al sol PMag.3.139.
2 adv. -ῶς formando círculos θάμνος ... ἐπὶ γῆς γ. ἐστρωμένος Dsc.2.173.
Greek Monolingual
γυροειδής, -ές (Α)
στρογγυλός.