δάμνιππος

From LSJ
Revision as of 17:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάμνιππος Medium diacritics: δάμνιππος Low diacritics: δάμνιππος Capitals: ΔΑΜΝΙΠΠΟΣ
Transliteration A: dámnippos Transliteration B: damnippos Transliteration C: damnippos Beta Code: da/mnippos

English (LSJ)

ον,    A horse-taming, Orph.A.740.

German (Pape)

[Seite 522] Rosse bändigend, Orph. Arg. 738.

Greek (Liddell-Scott)

δάμνιππος: -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Ὀρφ. Ἀργ. 738.

Greek Monolingual

ο (Α δάμνιππος, -ον)
νεοελλ.
νεαρός ιππέας ο οποίος καβαλικεύει τα άλογα που για πρώτη φορά οδηγούνται σε ιππασία
αρχ.
όποιος δαμάζει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμν- του ρ. δάμνημι «δαμάζω» + ίππος].